γεφύρων

γεφύρων
γεφύ̱ρων , γεφυρόω
dam up
imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)
γεφύ̱ρων , γεφυρόω
dam up
imperf ind act 1st sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • γεφυρῶν — γεφῡρῶν , γέφυρα b fem gen pl γεφῡρῶν , γεφυρόω dam up pres part act masc voc sg (doric aeolic) γεφῡρῶν , γεφυρόω dam up pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) γεφῡρῶν , γεφυρόω dam up pres part act masc nom sg γεφῡρῶν , γεφυρόω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γέφυρα — Τεχνικό έργο που εκτείνεται σε όλο το πλάτος ενός δρόμου, όταν διακόπτεται για ένα διάστημα η συνέχεια του αναχώματος, είτε εξαιτίας των εμποδίων που δεν είναι δυνατόν να εξαλειφθούν, όπως είναι για παράδειγμα τα υδάτινα ρεύματα, μία χαράδρα ή οι …   Dictionary of Greek

  • οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • αντοχή — Η δύναμη του υλικού σώματος να αντιστέκεται σε ενέργειες που μπορούν να αλλάξουν τη μορφή ή τη σύστασή του. α., διηλεκτρική. Η διηλεκτρική α. είναι η μέγιστη τιμή της διαφοράς δυναμικού (τάσης), η οποία μπορεί να εφαρμοστεί μεταξύ δύο αγωγών,… …   Dictionary of Greek

  • γεφυροδοποιία — η 1. η κατασκευή γεφυρών και οδών 2. η τέχνη τής κατασκευής γεφυρών και οδών. [ΕΤΥΜΟΛ. < γεφυροδοποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Νικόλ. Κοντόπουλου] …   Dictionary of Greek

  • γεφυροποιία — η (Μ γεφυροποιΐα) [γεφυροποιός] η κατασκευή γεφυρών νεοελλ. η τέχνη τής κατασκευής γεφυρών …   Dictionary of Greek

  • Κιτσίκης, Νικόλαος — (Ναύπλιο 1887 – Αθήνα 1978). Πολιτικός μηχανικός, πανεπιστημιακός και πολιτευτής. Φοίτησε στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο (ΕΜΠ), στο πολυτεχνείο Σαρλότενμπουργκ του Βερολίνου και στη Σχολή Γεφυρών και Οδοστρωμάτων στο Παρίσι. Σπούδασε επίσης… …   Dictionary of Greek

  • Νάουσα — I Πόλη (29.870 κάτ.) του νομού Ημαθίας, έδρα του ομώνυμου δήμου (22 637 κάτ.). Είναι χτισμένη στις ανατολικές υπώρειες του Βερμίου κάτω από την κορυφή Ντούρλια (2027 μ.), σε μέσο υψόμετρο 330 μ., δεσπόζει της μεγάλης πεδιάδας της Ημαθίας,… …   Dictionary of Greek

  • мостъ — МОСТ|Ъ (65), А с. 1.Мост: А се мостьникѹ ѹроци. помостивъше мостъ. взѧти ѿ •і҃• локотъ. по ногатѣ. || аже починить моста ветхаго. то колико городень починить. то взѧти ѥмѹ по кунѣ ѿ городне. РПр сп. 1280, 625–626; то же РПрМус сп. XIV, 17 об.;… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”